- ιερώνυμος
- I
(Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου Νύσσης. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στην ιδιαίτερη πατρίδα του και από το 354 μετεκπαιδεύτηκε στη Ρώμη, όπου παρακολούθησε μαθήματα λατινικής φιλολογίας, ρητορικής και φιλοσοφίας. Το 378 μετέβη στην Αντιόχεια και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Παυλίνο, αλλά ποτέ δεν άσκησε τα ιερατικά του καθήκοντα. Στη συνέχεια έφυγε από τη Συρία και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μαθήτευσε κοντά στον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό. Το 382 προσκλήθηκε από τον επίσκοπο Δαμάσο στη Ρώμη, όπου ασχολήθηκε με την αναθεώρηση της μετάφρασης της Αγίας Γραφής. Μετά τον θάνατο του Δαμάσου, επειδή δεν εξελέγη πάπας, έφυγε από τη Ρώμη για να μην αναλάβει κάποια άλλα καθήκοντα και επισκέφθηκε την Αντιόχεια, τους Αγίους Τόπους και την Αίγυπτο. Αργότερα επέστρεψε στη Βηθλεέμ, όπου έμεινε επί 34 χρόνια και ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεολογικών έργων. Υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους Πατέρες της Εκκλησίας. Γνώστης της ελληνικής, της εβραϊκής και λιγότερο της χαλδαϊκής, έγραψε πολυάριθμα συγγράμματα, κυρίως ερμηνευτικά, δογματικά και ιστορικά. Το σπουδαιότερο έργο του είναι η δημιουργία της ονομαζόμενης Βουλγάτα, δηλαδή της επίσημης λατινικής μετάφρασης της Αγίας Γραφής. Λόγω της συγγραφικής του δράσης αλλά και του χριστιανικού του ζήλου, ο Ι. κατετάγη από τη Δυτ. Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μεταξύ των μεγάλων διδασκάλων της Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Ιουνίου.II
«Ο άγιος Ιερώνυμος βγάζει ένα αγκάθι από το πόδι του λιονταριού», έργο του Κολαντόνιο (15ος αι.). Κατά την παράδοση, ο Ιερώνυμος εξημέρωσε ένα λιοντάρι (Μουσείο Capodimonte, Νάπολη).
Όνομα ιστορικών προσώπων.1. Ι. o Καρδιανός (370 – 266 π.Χ.). Λόγιος και ιστορικός. Αρχικά υπηρέτησε στον μακεδονικό στρατό υπό τις διαταγές του στρατηγού Ευμένη, του οποίου είχε αποσπάσει την εκτίμηση και τη φιλία. Γι’ αυτό τον λόγο θεωρήθηκε το καταλληλότερο πρόσωπο για να μεσολαβήσει στη διένεξή του με τον Αντίγονο, χωρίς ωστόσο να πετύχει στην αποστολή του. Μετά την ήττα του Ευμένη (316 π.Χ.) ο Ι. αιχμαλωτίστηκε από τον Αντίγονο, ο οποίος σκότωσε τον Μακεδόνα στρατηγό, αλλά κράτησε τον λόγιο φίλο του ως σύμβουλο. Μετά τον θάνατο του Αντίγονου ο Ι. έμεινε κοντά στον γιο του Αντίγονου, Δημήτριο τον Γονατά. Όταν ο τελευταίος έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας, τον διόρισε επιμελητή και αρμοστή της Βοιωτίας. Ο Ι. και μετά τον θάνατο του Δημήτριου εξακολούθησε να εργάζεται στην αυλή του, ως σύμβουλος πλέον του διαδόχου του. Πέθανε σε βαθιά γεράματα, αλλά με ακμαίες τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις. Το πλούσιο ιστορικό έργο του, στο οποίο κυρίως περιγράφει την περίοδο που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, χαρακτηρίζεται από ιστορική ακρίβεια και λιτότητα ύφους. Θεωρήθηκε μάλιστα η αυθεντικότερη πηγή για την εποχή στην οποία αναφέρεται. Πολλοί μεταγενέστεροι ιστορικοί το χρησιμοποίησαν ως πολύτιμο βοήθημα, αν και ο Παυσανίας κατηγόρησε τον I. ότι μεροληπτούσε υπέρ του Αντίγονου Γονατά και αδικούσε τους υπόλοιπους βασιλείς. Ελάχιστα αποσπάσματα του έργου του, που διασώθηκαν από μεταγενέστερους, εκδόθηκαν από τον Μίλερ.2. I. ο Ρόδιος (3oς αι. π.Χ.). Περιπατητικός φιλόσοφος από τη Ρόδο. Έζησε και έδρασε στην Αθήνα. Αφοσιώθηκε κυρίως στην έρευνα και στην ιστορία της λογοτεχνίας. Διακρίνεται μάλιστα ένα έργο του (Περί ποιητών), όπου αναφερόταν στους κιθαρωδούς και στους τραγικούς ποιητές έως την εποχή του, αποθησαυρίζοντας πολλές σημαντικές ιστορικές πληροφορίες. Άλλα έργα του είναι: Περί εποχής, Περί μέθης, Συμπόσιον, Περί Ισοκράτους, Επιτομαί κ.ά. Στον ίδιο φιλόσοφο αποδίδονται και ορισμένες πραγματείες –ακόμα και ιστορικές και γεωγραφικές– για τις οποίες όμως δεν υπάρχουν μαρτυρίες. Ο Κικέρων, εξάλλου, αναφέρει μια ξεχωριστή πραγματεία, όπου ο Ι. αναπτύσσει τις ιδέες του για τον ύψιστο σκοπό της ανθρώπινης ζωής, την ευτυχία, που την κερδίζει κανείς ζώντας χωρίς λύπες και υπερβολικές φροντίδες ή προβληματισμούς (αοχλήτως ζην). Ο Ι. προώθησε σε σημαντικό βαθμό τη φιλοσοφική έρευνα, χωρίς όμως να εμβαθύνει ιδιαίτερα στους φιλοσοφικούς του στοχασμούς.3. Τύραννος των Συρακουσών (231 – 213 π.Χ.). Ήταν γιος του Γέλωνα και της Νηρηίδας, κόρης του Πύρρου. Διαδέχθηκε τον παππού του, Ιέρωνα Β’, σε ηλικία 17 ετών. Βασίλεψε μόνο 13 μήνες, ενώ έμεινε περισσότερο γνωστός για τη σκληρότητα και την ακολασία του. Ενεπλάκη σε έναν καταστρεπτικό για το βασίλειό του πόλεμο με τους Ρωμαίους και δολοφονήθηκε από τη φιλορωμαϊκή μερίδα.IIIΟ Ιερώνυμος των Συρακουσών, σε νόμισμα της εποχής.
Όνομα μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.1. Ι.Κωνσταντινίδης (Κωνσταντινούπολη 1912 –). Μητροπολίτης Ροδοπόλεως (1954-), Υπέρτιμος και Έξαρχος Λαζικής. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης (1939). Το 1937 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1942 πρεσβύτερος. Το 1951 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου επίσκοπος Τράλλεων, όπου παρέμεινε μέχρι το 1954. Συμμετείχε σε διάφορες συνοδικές επιτροπές και έλαβε μέρος σε αρκετά επιστημονικά θεολογικά συνέδρια.2. Ιωάννης Λιάπης (Οινόφυτα Βοιωτίας 1938 –). Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας (1981-). Σπούδασε στη θεολογική και στη φιλοσοφική σχολή (τμήμα αρχαιολογίας) του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία (κλάδος βυζαντινολογίας). Αρχικά σταδιοδρόμησε ως καθηγητής φιλόλογος στη Λεόντειο Σχολή (Αθήνα) και το 1967 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και πρωτοσύγκελος στη μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας (1967-78), ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1978-81 διετέλεσε αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εξελέγη μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας, όπου έχει αναπτύξει πλουσιότατη πνευματική, κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Συγκεκριμένα, στην περιφέρειά του λειτουργούν δεκάδες αίθουσες διαλέξεων, κέντρο επιμόρφωσης και επικοινωνίας (Αλίαρτος), σχολή εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής, δύο γηροκομεία (Θήβα, Λιβαδειά), συσσίτιο απόρων, εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις, κέντρο ψυχικής υγιεινής κ.ά. Άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Το 1970 βραβεύθηκε για το έργο του Μεσαιωνικά Μνημεία Ευβοίας από την Ακαδημία Αθηνών.* * *-η -ο, θηλ. και -ος (Α ἱερώνυμος, -ον)αυτός που έχει ιερό όνομα, άγιο όνομανεοελλ.το θηλ. ως ουσ. βοτ. η ιερώνυμοςγένος ευφορβιοειδών φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού όνομα). Το -ω- οφείλεται στον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. αν-ώνυμος, ετερ-ώνυμος)].
Dictionary of Greek. 2013.